- παλλάκια
- παλλάκιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλλακίᾳ — παλλακίαι , παλλακία concubinage fem nom/voc pl παλλακίᾱͅ , παλλακία concubinage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακία — η (Α παλλακία) βλ. παλλακεία … Dictionary of Greek
παλλακίαν — παλλακίᾱν , παλλακία concubinage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… … Dictionary of Greek